ποικιλόφρων

ποικιλόφρων
ποικῐλό-φρων, ονος, , ,
A = ποικιλομήτης, ἀλώπα Alc.Supp.22.7; of Odysseus, E.Hec.131 (anap.); cf. ποικιλόθρονος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποικιλόφρων — masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλόφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α πολυμήχανος, πολύτροπος, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόφρον — ποικιλόφρων masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλόφρονα — ποικιλόφρων masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλόφρονι — ποικιλόφρων masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

  • ποικιλοφρονώ — έω, Α [ποικιλόφρων] είμαι πολύτροπος, πολυμήχανος …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”